- ξαερίζω
- βλ. εξαερίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαερίζω — και ξαερίζω (Α ἐξαερίζω) νεοελλ. διώχνω τον αέρα ή άλλο αέριο από κλειστό χώρο («εξαερίζω μηχανή») αρχ. μεταβάλλω σε αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. εξαερίζω < εξ + αερίζω. Το νεοελλ. είναι απόδοση στα Ελλ. τού γαλλ. purger d air (la machine) και… … Dictionary of Greek